-
1 αρχόμενοι
-
2 ἀρχόμενοι
-
3 ἄπειρος
a continent “ αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” i. e. Libya. P. 4.48b world νιν (= Κυράναν) πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν i. e. Libya, with Asia and Europe one third of the world P. 9.8c mainland Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ), βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον ( Ἀπείρῳ i. e. Epirus Σ, fort. recte, λέγεται δὲ ὅτι μετὰ τὰ ἐν Ἰλίῳ ταύτης τῆς Ἠπείρου ἦρξεν ὁ Νεοπτόλεμος) N. 4.51------------------------------------ᾰπειρος, -ον1 inexperienced, ignorantκαὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροισιν, ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110. c. gen.,ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι sc. the gods fr. 143. 2.------------------------------------1 infinite, boundless ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ (v. l. ἀπείρον) fr. 130. 1. ad Θρ. 7. -
4 ἄρχω
ἄρχω (ἄρχει; ἄρχε; ἄρχειν: impf. ἆρχε: aor. ἄρξαι: med. ἄρχονται; ἀρχομένου, -μενοι, -μένοις, -μεναι: fut. ἄρξεται dub.: impf. ἄρχετο: aor. ἄρξατο.)1 act., rulea abs.ἇς Οἰνόμαος ἆρχε O. 10.51
b c. dat.ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν Παλίου P. 3.4
c c. gen. “βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.230 [Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (coni. Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.) P. 6.50]2 act. and med., begina abs.ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
“ ἅμα πρώτοις ἄρξεται” (codd.: ῥάξεται coni. Wil.: loc. susp., cf. von der Mühll, M. H., 1964, 50f.) O. 8.45 καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury) Πα... τί κάλλιον ἀρχομένοις ἢ καταπαυομένοισιν ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; (v. l. - ομένοισιν) fr. 89a. 1.b c. acc.ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον N. 3.10
c c. gen. “ φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” (v. l. ἄρχεται.) P. 4.30ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν (sc. Μοῖσαι) N. 5.25 [ ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχ-, Snell:? was a beginning for) fr. 140a. 67 (41). v. ἔρχομαι]d c. dat., begin withτὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
e begin, start upon ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34f frag. ]ἀρχομ[ Πα. 7B. 8. -
5 βουβότας
a giving pasturage for oxenβουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι N. 4.52
b pro subs., herdsman καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Ἀλκυονῆ (βουβόταν δὲ τὸν βουκόλον φησί, παρόσον τὰς Ἡλίου βοῦς ἀπήλασεν. Σ.) I. 6.32 -
6 Δωδώναθεν
1 from Dodona Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ)βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
-
7 ἔξοχος
a standing out, juttingβουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.52
b outstanding, supremeπερὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.51
“ Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον” P. 9.53Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται pr. N. 2.18 ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται i. e. of those things in which a man is superior N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (“das wünscht jeder als das Vornehmste zu nennen” Schadewaldt, 268̆{1}) N. 4.92ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.47
Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται pr. fr. 106. 4.c n. pl. pro prep. c. gen.ὁ δὲ χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου O. 1.2
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων more than among all other men Sandys O. 8.23φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων P. 5.26
d adv., ἐξόχως, especiallyυἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων O. 9.69
-
8 Ἶόνιος
1 Ionian of the Adriatic sea, cf. fr. 140b. 6.καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν P. 3.68
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων (τὸν Ἠπειρώτην. Σ.) N. 7.65 -
9 κατάκειμαι
a c. dat., set oneself to, apply oneself to εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις (sc. τις: ἀρετὰ κατατάκει coni. Beattie) I. 1.41b slope downβουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.52
-
10 πόρος
πόρος (-ῳ, -ον.)a ford, crossingβαρυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
b strait, crossing βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον i. e. the Adriatic N. 4.53 ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν i. e. the Hellespont fr. 189.c channel, courseἈλφεοῦ πόρῳ κλιθείς O. 1.92
Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν O. 6.28
τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ O. 10.48
met.,δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον I. 8.15
-
11 πρών
1 foreland Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ)βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.52
-
12 τόθι
a thereτόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32
τόθι λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται O. 7.77
τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου τέλλετο P. 4.256
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ P. 8.64
“ τόθι παῖδα τέξεται” P. 9.59 καὶ τόθι κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk: καὶ τόθι. κλειναῖς δ Heyne) I. 2.19 ] καὶ τόθι ν[ P. Oxy. 1792, fr. 34.b rel.,I where Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ),βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.52
ἄλσος Ἀπόλλωνος, τόθι Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι μελπόμεναι ποδὶ κροτέο[ντι Pae. 6.15
II to a place where, whitherἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ, τόθι νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός P. 9.6
-
13 ὑμνέω
ὑμνέω (ὑμνεῖτε; -έων: fut. ὑμνήσω, -ομεν: impf. ὕμνει: aor. ὕμνησαν; ὑμνῆσαι coni.: pass. ὑμνεῖσθαι.)1 praise in songκατέβαν τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ῥόδον O. 7.14
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμενοι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ N. 5.25
Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.2
χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (Heyne: ὑμνᾶσαι codd.) I. 3.7 γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν; fr. 29. 6. Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα Παρθ. 2. 11. pass., πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 1. c. acc. dupl., ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει (Hermann: ὑμνεῖν cod.) Θρ. 3. 6. -
14 ἀντιλαμβάνω
A receive instead of,χρυσοῦ δώματα πλήρη τᾶς ἥβας ἀ. E.HF 646
(lyr.); mostly without a gen., receive in turn,Thgn.
108;κἂν.. ᾖ σώφρων.. σώφρον' ἀντιλήψεται E.Andr. 741
;ἡδονὴν δόντας.. κακίαν.. ἀ. Th.3.58
; b40; ἀ. ἄλλην [χώραν] seize in return, get instead, Th.1.143;ἀ. ἄλλους τινάς X.Cyr.5.3.12
, cf. 8.7.16;χάριτα AP6.191
([place name] Longus).II mostly in [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass.- είλημμαι Lys.28.15
, Pl.Prm. 130e: c. gen., lay hold of,σαπροῦ πείσματος ἀντελάβου Thgn.1362
;ἄκρου τοῦ στύρακος ἀ. Pl.La. 184a
, cf. Prt. 317d,al.; τῇ ἀριστερᾷ ἀ. τοῦ τρίβωνος ib. 335d; φιλίου χωρίου ἀ. gain or reach it, Th.7.77, cf. Ar.Th. 242: abs.,- όμενος Th.3.22
. b. metaph.c.gen., lay hold of, τῆς σωτηρίας, τῆς ἐλευθερίας, τοῦ ἀσφαλοῦς, Id.2.61,62,3.22; lay claim to,τοῦ θρόνου Ar.Ra. 777
, 787;τοῦ πατρικοῦ μέρους BGU648.10
(ii A.D.).2 help, take part with, assist,οὐκ ἀντιλήψεσθ'; E.Tr. 464
; of persons, ἀ. Ἑλλήρων to take their part, D.S.11.13;ἀ. τῶν ἀσθενούντων Act.Ap.20.35
, etc.: abs., Th.7.70:— also in [voice] Pass., ἀντειλημμένη having received help, BGU1105.21 (Aug.), al.3 take part or share in a thing, take in hand,τῶν πραγμάτων X.Cyr.2.3.6
, D.1.20, etc.;τοῦ πολέμου Isoc.6.101
;τῆς θαλάττης Plb.1.39.14
;τῆς Ἀφροδίτης Alex.219.15
;τῆς παιδείας Pl.R. 534d
; ἀ. τοῦ λόγου seize on the conversation (to the interruption of the rest), ib. 336b: abs.,ἀρχόμενοι πάντες ὀξύτερον ἀ. Th.2.8
, cf. 8.106.4 take hold of for the purpose of finding fault, reprehend, attack, , cf. R. 497d, etc.; τοῦδε ἀντιλαβώμεθα let us attack the question, Id.Tht. 169d; ἀ. ὡς ἀδύνατον.. to object that.., Id.Sph. 251b: abs., Id.Grg. 506a.5 take fast hold of, i.e. captivate,ὁ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου Id.Phd. 88d
, cf. Prm. 130e, Luc.Nigr.19.6 of plants, take hold, Thphr.HP4.1.5; of scions, unite, CP1.6.4.7 grasp with the mind, perceive, apprehend, Pl.Ax. 370a; noted as an obsol, word for συνίημι by Luc.Sol.7:—so of the senses, ἀ. κατὰ τὴν ἀκοήν, ὀσφρήσει, S.E.P.1.50,64, cf. Phot.p.148R., Alex.Aphr.in Top.103.1, al.III in [voice] Med. also, hold back,ἵππου τῷ χαλινῷ X.Eq.10.15
, cf. Arist.MM 1188b6; interrupt, Aud. 802b26.IV [voice] Act. in sense of [voice] Med., Alex.Aphr.Pr.1.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλαμβάνω
-
15 ἄρχω
Aἀρχέμεναι Il.20.154
: [tense] impf. ἦρχον ib.2.378, etc.; [dialect] Dor.ἆρχον Pi.O.10(11).51
: [tense] fut.ἄρξω Od.4.667
, A.Pr. 940, Th.1.144: [tense] aor. ἦρξα, [dialect] Ep.ἄρξα Od.14.230
, etc.: [tense] pf. ([place name] Thyatira), Decr. ap. Plu.2.851f:—[voice] Med., Od.8.90, etc.; non-thematic part.ἄρχμενος Call.Aet.3.1.56
, al.: [tense] impf., Il.9.93, Hdt.5.28: [tense] fut. ἄρξομαι (in med. sense, v. infr.) Il.9.97, E.IA 442, X.Cyr.8.8.2; [dialect] Dor.ἀρξεῦμαι Theoc.7.95
: [tense] aor.ἠρξάμην Od.23.310
, etc.:—[voice] Pass., [tense] pf. ἦργμαι only in med. sense, v. infr. 1.2: [tense] aor.ἤρχθην, ἀρχθῆναι Th.6.18
, Arist.Pol. 1277b13, v. infr.11.4:—to be first,I in Time, begin, make a beginning, [voice] Act. and [voice] Med. (in Hom. the [voice] Act. is more freq., in [dialect] Att. Prose the [voice] Med., esp. where personal action is emphasized), to be the aggressor,Th.
1.53; π. ἄρχεσθαι to begin one's operations, X.HG6.3.6; ἄρχειν τοῦ λόγου to open a conversation, Id.An.1.6.6; ἄρχεσθαι τοῦ λόγου to begin one's speech, ib.3.2.7. Constr.:1 mostly c. gen., make a beginning of,ἄρχειν πολέμοιο Il.4.335
;μύθων Od.3.68
;τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι Hdt. 1.2
;ἦρξεν ἐμβολῆς A.Pers. 409
; τοῦ κακοῦ ib. 353; ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων, ἄρχειν τῆς πληγῆς, strike the first blow, Antipho 4.2.1 and 2:— in [voice] Med. in religious sense, = ἀπάρχεσθαι, ἀρχόμενος μελέων beginning with the limbs, Od.14.428, cf. E. Ion 651; but [voice] Act.,σπονδαῖσιν ἄρξαι Pi.I.6(5).37
.2 c. gen., begin from or with..,ἐν σοὶ μὲν λήξω σέο δ' ἄρξομαι Il.9.97
;ἄρχεσθαι Διός Pi.N.5.25
; πόθεν ἄρξωμαι; A.Ch. 855;πόθεν ποτὲ ἦρκται Hp. VM5
; ἄρχεσθαι, ἦρχθαι ἔκ τινος, Od.23.199, Hp.Off.11; ἀπό τινος freq. in Prose, ἀρξάμενοι αὐτίκα ἀπὸ παιδίων even from boyhood, Hdt.3.12; but more commonly ἐκ παίδων, ἐκ παιδός, etc., Pl.R. 408d, Thg. 128d:— ἀπό in non-temporal relations, ἀρξάμενος ἀπὸ σοῦ. i.e. including yourself, Pl.Grg. 471c, cf. D.18.297;ἀπὸ τῶν πατέρων X.Mem.3.5.15
; ; ἀφ' ἱερῶν ἠργμένη ἀρχή ib. 771a;ἀφ' Ἑστίας ἀρχόμενος Ar.V. 846
.3 c. gen. rei et dat. pers., ἄρχε θεοῖς δαιτός begin a banquet to the gods, Il.15.95;τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε 2.433
, etc.;τῇσι δὲ.. ἄρχετο μολπῆς Od.6.101
;ἦρξε τῇ πόλει ἀνομίας τὸ νόσημα Th.2.53
, cf. 12;τὴν ἡμέραν ἄρχειν ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι X.HG2.2.23
; .4 c. acc., ἄρχειν ὁδόν τινι, show him the way, Od.8.107 (but also ἄρχειν ὁδοῖο lead the way, 5.237): abs. (sc. ὁδόν), ἄρχε δ' Ἀθήνη 3.12
;σὺ μὲν ἄρχε Il.9.69
; ;ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης 5.592
, cf. infr. 11.2: with other accusatives,ἄρχειν ὕμνον Pi.N.3.10
;ἅπερ ἦρξεν A.Ag. 1529
(lyr.);λυπηρόν τι S.El. 552
; .5 of actions,σέο δ' ἕξεται ὅττι κεν ἄρχῃ Il.9.102
: freq. c. inf., τοῖσιν δ' ἦρχ' ἀγορεύειν among them, Il.1.571, etc.; ἦρχε νέεσθαι, ἦρχ' ἴμεν, 2.84, 13.329;ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν Od.22.437
, etc.;ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Il.7.324
;ἤρξαντο οἰκοδομεῖν Th.1.107
;ἡ νόσος ἤρξατο γενέσθαι Id.2.47
: c. part., of continued action or condition,ἦρχον χαλεπαίνων Il.2.378
;ἢν ἄρξῃ ἀδικέων Hdt.4.119
;ἡ ψυχὴ ἄρχεται ἀπολείπουσα X.Cyr.8.7.26
;πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἐπαινοῦντες; Pl.Mx. 237a
, cf. Tht. 187a (butἄ. ἐπαινεῖν Id.Phdr. 241e
);ἄρξομαι διδάσκων X.Cyr.8.8.2
(butἤρξω μανθάνειν Id.Mem.3.5.22
).6 abs., take the lead!Il.
9.69: generally, begin, ἄρχειν [τὴν ἐκεχειρίαν] τήνδε τὴν ἡμέραν Indut. ap. Th.4.118, cf. Lex ap.D.24.42; τὸ ἄρχον, opp. τὸ ἑπόμενον, Dam.Pr. 234: part. at first,X.
Eq.9.3, Cyn.3.8, Isoc.2.54; at the beginning,ἀρχομένου δὲ πίθου καὶ λήγοντος Hes.Op. 368
, cf. Fr.192.4; ;ἄρχεται ὁ πόλεμος ἐνθένδε Th.2.1
; ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ ibid.; θέρους εὐθὺς ἀρχομένου ib.47.II in point of Place or Station, rule, govern, command,1 mostly c. gen., rule, be leader of..,Βοιωτῶν Il.2.494
, cf. Hdt.5.1, etc.2 less freq. c. dat.,ἀνδράσιν ἦρξα Od.14.230
, cf. 471, Il.2.805, Pi.P.3.4, A.Pr. 940, E.Andr. 666, IA 337, IG7.2830 ([place name] Hyettus), etc.; also ἐν δ' ἄρα τοῖσιν ἦρχ' held command among them, Il.13.690, cf. Pl.Phdr. 238a: c. inf. added, ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι led them on to fight, Il.16.65.3 abs., rule, , cf. Pers. 774; esp. hold a magistracy, ; at Athens, etc., to be archon, D.21.178; ἀρχάς, ἀρχὴν ἄρχειν, Hdt.3.80, Th.6.54; ἄρχειν τὴν ἐπώνυμον (with or without ἀρχήν) IG3.659, 693, SIG872.7.4 [voice] Pass., with [tense] fut.ἄρξομαι Hdt.7.159
, Pi.O.8.45, A.Pers. 589, Lys.28.7; butἀρχθήσομαι Arist.Pol. 1259b40
, D.C.65.10:—to be ruled, governed, etc.,ὑπό τινος Hdt.1.127
; , Ant.63;ὑπό τινι Hdt.1.91
, 103;σφόδρα ὑπό τινος Lys.12.92
; ap.D.L.1.60, cf. Pl.Prt. 326d;δύνασθαι καὶ ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν Arist. Pol. 1277b14
; subjects,X.
An.2 6.19, etc. -
16 ὑποχέω
A pour into a cup placed under, pour out, Χίου ( οὐχὶ Ath.cod. A) δύο κυάθους, ἀνεβόησέν τις, ὑπόχει ( ὑποχεῖς Cobet) Sophil.4.3, cf. Men.8:—[voice] Med., ὑποχέασθαι πλείονας have more cups poured out, Diph. 5;ὑ.τρίτην ὕδατος μοῖραν Hp.Nat.Mul.15
: metaph., οἷον βαφὴν ( βαφῇ or -ῆ codd.)τῇ ῥητορικῇ τὴν φυσιολογίαν ὑποχεόμενος Plu.Per.8
.2 in Hom. only of dry things, strew or spread under, βοείας, ῥῶπας, Il. 11.843, Od.14.49, cf. 16.47:—[voice] Pass., φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖσι ποσί the leaves fallen and scattered under the feet, Hdt.7.218.3 metaph., τῷ μὲν ἀπιστίη ὑπεκέχυτο he was secretly full of unbelief, steeped in it, Id.2.152, cf. 3.66.II [voice] Med., pour back one's own into,πάλιν δ' ὑπεχεύατο παῖδας σπλάγχνοις Opp.H.1.740
.2 to be suffused, suffer from cataract (cf. ὑπόχυσις), of persons, Chrysipp.Stoic.2.52;τὰ τῶν ὑποχεομένων συμπτώματα Gal.6.425
;ὑποχυθέντες τὰς ὄψεις Ph.2.50
;τοὺς ὑποκεχυμένους καὶ ἀμβλυωποῦντας Dsc. 2.164
, cf. POxy.39.9 (i A. D.);ἀρχόμενοι ὑποχεῖσθαι Dsc.2.151
, cf. Cass.Pr. 19: metaph. of the mind,ὑποκεχύσθαι πολλὴν ἀχλύν Max.Tyr.16.3
.
См. также в других словарях:
ἀρχόμενοι — ἄρχω to be first pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
начинати — НАЧИНА|ТИ (210), Ю, ѤТЬ гл. 1.Начинать что л. делать, приниматься за что л.: ˫ако себе не могыи ѹчити. и инѣхъ начина˫а ѹчити. мъногы имать рѹгателѧ на сѧ. Изб 1076, 93 об.; того ради азъ начинаю азъ вамъ ѹчениѥ. ПрЛ XIII, 103в; азъ худыи грѣшныи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обладаѥмыи — (19) прич. страд. наст. к обладати. 1.Во 2 знач. В роли с.: и пьрвѣѥ же о дължьнѣмь. игѹменѹ ѿ мнихъ покорению поне же бо къ владѣющюмѹ обладаѥмии. УСт XII/XIII, 217; шеста˫а часть токъмо ѿиметьсѧ въ лю(д)скоѥ скровище. по равнѣи чѧсти. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek